-
1 παγοθραυστικό(ν)
το ледокол;ατομικό παγοθραυστικό — атомный ледокол
-
2 παγοθραυστικό(ν)
το ледокол;ατομικό παγοθραυστικό — атомный ледокол
-
3 ледокол
ледокол м о παγοθραύστης* атомный \ледокол το ατομικό παγοθραυστικό* * *мο παγοθραύστηςа́томный ледоко́л — το ατομικό παγοθραυστικό
-
4 атомный
атом||ныйприл ἀτομικός, τών ἀτόμων:\атомныйный вес τό ἀτομικό[ν] βάρος; \атомныйное ядро́ ὁ ἀτομικός πυρήν \атомныйная теория (энергия) ἡ ἀτομική θεωρία (ενέργεια); \атомныйный реактор ὁ ἀτομικός ἀντιδραστήρ;\атомныйное ору́жие τό ἀτομικό ὀπλο; \атомныйная бо́мба ἡ ἀτομική βόμβα; \атомныйный взрыв ἡ ἀτομική ἔκρηξη; \атомныйный ледокол τό ἀτομικό παγοθραυστικό. -
5 атомный
επ.ατομικός!•атомный вес το ατομικό βάρος•
-ое ядро ο πυρήνας του ατόμου•
-ая бомба ατομική βόμβα•
-ая энергия ατομική ενέργεια•
-ая электростанция ατομικός ηλεκτροσταθμός•
атомный ледокол ατομικό παγοθραυστικό•
-ое оружие ατομικό όπλο•
атомный реактор ατομικός αντιδραστήρας.
См. также в других словарях:
παγοθραυστικό — Πλοίο ειδικά κατασκευασμένο να πλέει σε παγωμένη θάλασσα για να διατηρεί τους δρόμους ναυσιπλοΐας, που συνήθως παγώνουν, ανοιχτούς. Το πλοίο αυτό προορίζεται να σπάει τον επιφανειακό πάγο, ώστε να ανοίγει τον δρόμο στα κοινά πλοία. Πολλές φορές… … Dictionary of Greek